ἐκρέμασεν

ἐκρέμασεν
κρεμάννυμι
hramjan
aor ind act 3rd sg
ἐκρέμᾱσεν , κρεμάω
hramjan
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
κρεμάζω
hramjan
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • обѣсити — ОБѢ|СИТИ (8), ШОУ, СИТЬ гл. Повесить: ѹнѥ ѥмѹ бы да ѡбѣсѧть жьрнъвъ ѡсъльскыи ѡ выи ѥго. (Мф. 18, 6: ἵνα κρεμασϑῇ) СбТр XII/XIII, 133 об.; и раздель хлѣбъ на •д҃• части... || ...четвертѹю же вложь въ голѹбь зла(т). обѣси на [вм. надъ] ст҃мь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • повѣсити — ПОВѢ|СИТИ (41), ШОУ, СИТЬ гл. 1.Повесить, подвесить: ѡ семь ѹведѣвъ диѡклити˫анъ ѹбо˫авъсѧ привести на || личе. ѥда како ѿ него ѡбличенъ бѹдеть. повесивъ платъ беседова къ немѹ. ПрЛ 1282, 52а–б; да повѣсѧть на выи ѥго жерновъ ослии. (ἵνα… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κλωνάρι — Βλ. λ. κλάδος. * * * το, (ΑΜ κλωνάριον, Μ και κλωνάρι και κλωνάριν) μικρό κλαδί ή τρυφερός βλαστός («το σπαθί του εκρέμασεν εισέ δεντρού κλωνάρι», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. μτφ. απόγονος, τέκνο κυρίως ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ εμεγάλωνε το… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”